- σωματόπλασμα
- το, Νβιολ. το σύνολο τών κυττάρων που αποτελούν τη μάζα τού σώματος, εκτός από τα γεννητικά κύτταρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatoplasm (< σώμα, σώματος + πλάσμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek